Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

'Ελα σήμερα από το σπίτι

Έλα σήμερα από το σπίτι να πιούμε καφέ.
Θα καθήσουμε στον κήπο.
Έλα να μιλήσουμε μόνο για όσα μας πονούν,
για όσα βαραίνουν τον αυχένα μας.
Κι ας καταλήξουμε πως υπεύθυνη είναι μόνο η υγρασία.
Θα σε περιποιηθώ.
Μπόλικη ζάχαρη, πολύ γάλα και μια κουταλιά καφέ,
να ξεγελάς τη γλύκα.
Έλα σήμερα από το σπίτι. Θα στρώσω στον κήπο.
Έφτιαξαν οι μέρες.
Ο ήλιος θα μας ζεσταίνει όσο εμείς θα ξεσκεπάζουμε
τα ανείπωτα.
Ας αφήσουμε πια τα βράδια στην ησυχία τους.
Πόση απελπισία να σηκώσουν;
Πόσες στιγμές αδυναμίας να δικαιολογήσουν;
Θα είναι μέρα, μην φοβάσαι.
Έλα να μετρήσουμε την αγάπη μας πάλι
με μέτρο τον ουρανό.
Να γελάσουμε τόσο δυνατά που να ντραπούμε.
Έλα σου λέω.
Θα μείνουμε στον κήπο.
Αρκετά μας πλάκωσε αυτό το σπίτι.
Έλα να μιλήσουμε μόνο για όσα μας ανακουφίζουν,
για όσα κάνουν το κορμί μας να ξεδιψά.
Κι ας καταλήξουμε πως υπεύθυνη είναι μόνο η κοινωνία.
Μα κάπου ανάμεσα σε όλα, πες μου, πως δεν είμαι μόνο εγώ
που μαζεύω λαβωμένους εαυτούς,
πως δεν είμαι μόνο εγώ που κρατάω απόθεμα ανάσες για τις δαιμονισμένες ώρες.
Πως δεν είμαι μόνο εγώ που ξοδεύω μερόνυχτα άσκοπα.
Κάπου ανάμεσα στα ανόητα και στα ελαφριά, πες μου,
πως κάπου κάπου κλαις για μένα.
Πως θρηνείς βαθιά για το χαμό μας.
Με κλάμα βαρύ κι απαρηγόρητο.
Και μη νοιαστείς.
Την περηφάνια σου δε θα στην κλέψω.
Τον εγωισμό σου δεν θα τον αγγίξω.
Τη μοναξιά μου θα αλαφρώσω και το δίκιο μου
θα παρηγορήσω.
Μόνο, πες μου, πως κάπου κάπου, κλαις για μένα.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Αγαπημένε...


Αγαπημένε,
αυτό το χαρτί περιέχει κρύο, βροχή και υγρασία.
Είναι όμως για σένα.
Ξέρεις, δεν μαγειρεύω πια. Έπαψα να φτιάχνω και γλυκά.
Τρώω τα έτοιμα και πρόχειρα.
Άφησα τα μαλλιά μου να μακρύνουν, να κρύβουν τα μάτια και το λαιμό, να μην κρυώνουν.
Οι μυρωδιές σου μπήκαν σε κουτιά χρωματιστά, ψηλά , σε ράφι που πατώ στις μύτες
για να φτάσω.
Οι φωτογραφίες σου ακόμα μου γελούν. Τα τραγούδια σου με συντροφεύουν.
Πάει καιρός που λείπω από το σπίτι.
Η αγκαλιά σου, βλέπεις, το μόνο μέσο για να γυρίσω.
Δεν ξέρω τι λείπει περισσότερο.
Εσύ ή οι συνήθειές μας;
Αρρωσταίνω συχνά πια.
Γέμισε το τραπέζι αντιβίωση.
Το σώμα θυμάται. Κι αντιδρά.
Αγαπημένε,
αυτό το χαρτί περιέχει δάκρυ, πόνο και μοναξιά.
Μακρύς ο δρόμος μπροστά.
Κι ας ξέρω πως είναι ο μοναδικός που έχω,
σαν άλλος Ορφέας γυρίζω κάθε τόσο να σου κλέψω
ένα βλέμμα.
Και χάνομαι ξανά.
Τι αντέχεις;
Να με θυμάσαι ή να με ξεχνάς;
Αγαπημένε,
να ντύνεσαι καλά, είναι βαρύς ο φετινός χειμώνας.
Και κείνο το κασκόλ που σου χάρισα,
αν σε πνίγει, βγάλτο.


Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Μάτια έρωτα

Είδες ποτέ σου μάτια έρωτα;
Μάτια θαλασσινά, με φωτιές για βλέφαρα.
Γι' αυτά τα μάτια σου μιλώ.
Γύρω τους σκέψεις-βράχια, βαρίδια ξένα
μα φορεμένα καταλλήλως.
Να τα λυπάσαι.
Τέτοια ομορφιά φυλακισμένη μέσα σε εγκλήματα άλλων.
Να τους θυμώνεις.
Που κοιτούν χωρίς να βλέπουν.
Που αιχμαλωτίζουν με παγίδες σαθρές.
Φίλησες ποτέ σου μάτια έρωτα;
Μάτια ουράνια, με βαθύ σκοτάδι για κόρη.
Γι' αυτά τα μάτια σου μιλώ.
Πάνω τους δέκα ζωές, δανεικές, διπλανές,
να τις ισιώσει.
Να τα τρομάζεις.
Που καθρεφτίζεις ο,τι έθαψαν,
που δεν σε ξεγέλασαν.
Αγάπησες ποτέ σου μάτια έρωτα;
Δεν ξέρεις τι χάνεις.


Κόκκινο

Εκείνο το βράδυ πρέπει να 'ταν. Δεν θυμάμαι.
Πάνε πολλοί χειμώνες από τότε.
Άφησα αργά τα όπλα μου στο πάτωμα και
σκούπισα τα χέρια μου.
Σε άφησα να με κοιτάς έκπληκτος,
με τις γροθιές σου ακόμα σφιχτές γύρω
από τα δικά σου όπλα.
'' Δεν μπορεί να τα παρατάς! '' φώναξες.
'' Ένας καλός πολεμιστής ξέρει πότε πρέπει να κάνει ανακωχή''
,σου είπα.
Και εσύ δεν ήσουν. Αιμοδιψής και πολεμοχαρής από πάντα.
Εκείνη τη νύχτα, έκανα παύση. Τα χέρια μου κατέβηκαν και το σώμα μου
ελαφρώς χαλάρωσε.
Με φόβο κι αγωνία περίμενα την δική σου απάντηση.
Και τότε... Μου χαμογέλασες!
Δεν έβλεπα πια καμία μάχη, το χαμόγελο σου φώτισε τα πάντα.
Και έτσι παραδόθηκα.
Τρια δευτερόλεπτα. Τρία. Τόσο κράτησε.
Και μετά μπαμ.
Τώρα το γέλιο σου ήταν σαρκαστικό, τρανταχτό και μοχθηρό.
Κόκκινο ξεχύθηκε παντού. Στο δέρμα μου, στα ρούχα μου, στο πάτωμα,
στους τοίχους. Κόκκινο έντονο, παρανοϊκό, σκληρό.
Κόκκινο σαν δηλητήριο, να τρέξει, να φύγει από μέσα μου, να χαθεί.
Όλος μου ο έρωτας κόκκινο έγινε και βγήκε από μεσα μου σαν χτικιό.
Με είχες σκοτώσει. Ύπουλα, ανέντιμα.
'' Ξέρεις κάτι; Χάρισμά σου. Και οι μάχες και ο πόλεμος.

Εγώ τελείωσα.''

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Καλή τύχη


Πόνος. Βαθύς και κοφτερός. Διαπεραστικός.
Πάγωμα και τρόμος.
Από αυτόν τον ύπουλο, που σε αδειάζει.
Τα μάτια μου μες στα δικά σου,
ζωή σε επανάληψη.
Βαλίτσες και κούτες.
Δε στο 'πα ποτέ μα τις μισώ τις κούτες.
Δεν είναι που φέρουν το χρώμα του θανάτου,
ούτε που σκορπούν μυρωδιά ασφυξίας.
Είναι που κουβαλούν στιγμές σαν στοιβαγμένες κονσέρβες.
Είναι που τις μικραίνουν, τις αδικούν.
Δε μένω πίσω. Μαζί με παίρνεις.
Να κλέψω λίγη από τη χρυσόσκονη που φοβήθηκα.
Κι αν ευχήθηκα να δειλιάσεις, συγχώρα με.
Αδίστακτοι εγωισμοί.
Πέτα και γέμισε. Μέχρι πάνω.
Έχω ακούσει πως η ασφυξία έχει κι άλλη πλευρά.
Ψάξε να τη βρεις, να μου την περιγράψεις.
Να μη σου φτάνει ο χώρος σου να βάλεις τη χαρά.
Αυτό σου εύχομαι.
Και κάτι ακόμα.
Αν ανακαλύψεις το περίεργο παιχνίδι που έμπλεξε τις ζωές μας
τόσο όμοια , μη μου το πεις.
Κλείσε μου το μάτι και χαμογέλα μου.
Θα καταλάβω.
Γέλα με τους θεατρινισμούς μου και προχώρα!
Η αρχή σου, αρχή όλων.
Θα' μαι εδώ για κάθε σου ώρα παραίτησης, φόβου, μοναξιάς
μα και ευτυχίας.
Θα περιμένω τη στιγμή που οι δυο μας πάλι θα γελάμε κλαίγοντας,
θα τρώμε αγάπη και θα μετράμε τις βλακείες μας.
Σ'αγαπώ. Καλή τύχη...


Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Καθρέφτης

Κάτι ακούγεται απόψε έξω από την πόρτα.
Σαν κλάμα , σαν κραυγή, δεν ξεχωρίζω.
Βήμα δεν κάνω. Δεν έχω χώρο για άλλα δράματα.
Κάποιος άλλος θα βρεθεί να νοιαστεί.
Μα αυτός ο οδυρμός οικείος μου ακούγεται.
Γδαρμένος, οξύς, σκληρός ήχος.
Ο χειμώνας φταίει. Προσθέτει βάρος.
Άντε να κλείσεις μάτι τώρα.
Δυο βήματα απόσταση απ'την απελπισία.
Κι όλο δυναμώνει.
Ως εδώ.
Ανοίγω την πόρτα με θυμό, έτοιμη να αποτελείωσω τον θρήνο.
Ένα παιδί.
Σε σώμα μεγάλου. Μα παιδί, στ'αλήθεια!
Δεν λυγίζω. Τις ξέρω καλά αυτές τις παγίδες.
Εμένα δε με συγκινείς μ'αυτά! Να φύγεις!
Μα δεν με κοιτά. Βλέμμα δε μου χαρίζει.
Μόνο κάθεται έξω από την πόρτα μου και κλαίει.
Κάνω να το αγγίξω μα τρομάζει και μαζεύεται.
Τι μίζερο πλάσμα, σκέφτομαι!
Λερώνει το πάτωμα με φόβο και πανικό.
Να φύγεις! Δεν σε ξέρω. Τι ζητάς εδώ;
Διστακτικά, βγάζει από την τσέπη κάτι και μου το δίνει.
Ένας καθρέφτης!
Δεν προλαβαίνω να αναρωτηθώ. Έχει εξαφανιστεί.
Στη θέση του τώρα είναι μόνο ο καθρέφτης.