Ενώ εμείς μεθούσαμε με ''πάντα'' και ''ποτέ'', οι μέρες γελούσαν συνομωτικά.
Ενώ εμείς ξοδεύαμε αλόγιστα δάκρυα , εκείνα στέγνωναν
πριν φτάσουν στα πόδια.
Ενώ εμείς ματώναμε τα γόνατα από τις ικεσίες , οι πληγές έκλειναν
πριν καν σηκωθούμε όρθιοι.
Ο αέρας σκόνισε όλους τους όρκους και τις προθέσεις.
Τα λόγια ξέμειναν ορφανά.
Ο πόνος πλάγιασε με τη γαλήνη.
Ξελογιάστηκε από τη λήθη.
Κοιταχτήκαμε βαθιά και εκβιάσαμε τις αντοχές μας.
Θυσιάσαμε τη χαρά μας.
Σφραγίσαμε με αίμα το δεσμό μας.
Και κάπου παράμερα, ο χρόνος ήδη έπιανε δουλειά.